φιλοπράγμων — fond of business masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμων — όπραγμον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος 2. (με αρνητική σημ.) αυτός που τού αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον η φιλοπραγμοσύνη.… … Dictionary of Greek
φιλοπραγμόνων — φιλοπράγμων fond of business masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμον — φιλοπράγμων fond of business masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμονα — φιλοπράγμων fond of business masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμονας — φιλοπράγμων fond of business masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμονες — φιλοπράγμων fond of business masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμονι — φιλοπράγμων fond of business masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμονος — φιλοπράγμων fond of business masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμοσι — φιλοπράγμων fond of business masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπράγμοσιν — φιλοπράγμων fond of business masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)